υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… … Dictionary of Greek
υπόσταση — η 1. ύπαρξη (βλ. λ.): Από τα πυρηνικά όπλα κινδυνεύει η υπόσταση της ανθρωπότητας. 2. βάση, θεμέλιο, αλήθεια: Οι φήμες αυτές δεν έχουν υπόσταση. 3. υποστάθμη (βλ. λ.). 4. σημαδόφωνο της βυζαντινής μουσικής, σημάδι. 5. (ιατρ.), συρροή αίματος στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστάση — ὑπόστασις standing under fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άργη — Υπόσταση, όπως και η Ώπις, της θεάς Άρτεμης. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μυθολογική παράδοση, η Ά. και η Ώπις ήταν υπερβόρειες παρθένες που ταξίδεψαν στη Δήλο και λατρεύτηκαν ως θεές. Μάλιστα οι γυναίκες της Δήλου τραγουδούσαν προς τιμήν τους τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
υποστατικός — ή, ό / ὑποστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας… … Dictionary of Greek
υποστασιοποιώ — Ν 1. προσδίδω υπόσταση 2. μέσ. υποστασιοποιούμαι προσλαμβάνω υπόσταση, γίνομαι οντότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόσταση + ποιώ] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek